υφαλωδης

υφαλωδης
    ὑφαλώδης
    ὑφᾰλ-ώδης
    2
    мелководный, переходимый вброд
    

(τόποι Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υφαλωδης" в других словарях:

  • υφαλώδης — ῶδες, Α [ὕφαλος] ο κάπως ρηχός …   Dictionary of Greek

  • ὑφαλώδεις — ὑφαλώδης somewhat shallow masc/fem acc pl ὑφαλώδης somewhat shallow masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»